ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΛΙΜΑ ΣΤΗΝ ΕΣΗΕΑ

Σε προεκλογική περίοδο βρίσκεται η ΕΣΗΕΑ και οι παρατάξεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού που επικρατούν στη διοίκησή της στήνουν ήδη σκηνικό έντονης, αλλά ψεύτικης και μακριά από τα πραγματικά προβλήματα των εργαζόμενων δημοσιογράφων, αντιπαράθεσης. Με δηλώσεις τους, την περασμένη Πέμπτη, με αφορμή την αναβολή λόγω έλλειψης απαρτίας μιας από τις ...σχεδόν καθημερινές και πάντα πολύωρες συνεδριάσεις του ΔΣ, ο πρόεδρος (ΣΥΡΙΖΑ) και ο ταμίας (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ανακάλυψαν «συστηματικό μποϊκοτάζ των διαδικασιών» ο πρώτος και ότι «κάποιοι στην ΕΣΗΕΑ έχουν βαλθεί να τη διαλύσουν» ο δεύτερος.

Στην 22μηνη θητεία του μέχρι στιγμής, το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ έχει συνεδριάσει πάνω από 185 φορές και τα πρακτικά ξεπερνούν τις 14.000 σελίδες (δηλαδή, τουλάχιστον 80 σελίδες ανά συνεδρίαση), χωρίς να προσμετρούνται οι αμέτρητες «συσκέψεις» και «συναντήσεις». Στοιχείο που αποτελεί την απόδειξη της γραφειοκρατικής λειτουργίας, του εκφυλισμού και της διάλυσης που έχει επιβάλει μια πλειοψηφία, επειδή δε θέλει, αλλά ούτε και μπορεί να αντιμετωπίσει τα φλέγοντα προβλήματα των εργαζόμενων δημοσιογράφων. Η οποία, αφού έχει εξασφαλισμένη την «εντός των ορίων» του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού γενική γραμμή πλεύσης της ΕΣΗΕΑ, αναλώνεται σε ατέρμονες συνεδριάσεις, απίστευτους τακτικισμούς (ακόμη και με έντονες σε προσωπικό επίπεδο αντιπαραθέσεις, βρισιές, απειλές και απίστευτους χαρακτηρισμούς), προκειμένου να κρύβει την ουσία και ταυτόχρονα να εμφανίζει και εικόνα δήθεν «αντιπαράθεσης» τάχα διαφορετικών προτάσεων, απόψεων και τακτικών. Πρόκειται για δυνάμεις που έχουν από καιρό επιλέξει να βρίσκονται στην απέναντι όχθη από τους εργαζόμενους, να στέκονται δίπλα στους κεφαλαιοκράτες ιδιοκτήτες των αστικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, που αποπροσανατολίζουν το λαό, εξαπατούν και γενικά προσπαθούν να χειραγωγήσουν τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση, να την περιορίσουν σε ανώδυνα για το κεφάλαιο και την εξουσία του πλαίσια.

Από την ανάγκη απόλυτου ελέγχου της ενημέρωσης, προκειμένου να εξασφαλίζονται οι ανάγκες του αστικού συστήματος, προκύπτουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ΕΣΗΕΑ. Που εμφανίζεται μεν ως «ένωση εργαζομένων», αλλά, στην πραγματικότητα, παραβιάζοντας ακόμη και το ίδιο το καταστατικό της, κρατά στους κόλπους της εκδότες και επιχειρηματίες του Τύπου και διευθυντικά στελέχη, ενώ την ίδια ώρα κλείνει κατάμουτρα την πόρτα σε εκατοντάδες κατά κανόνα πολύ χαμηλά αμειβόμενους που αναγκάζονται να δουλεύουν ως «μπλοκάκηδες» σε εφημερίδες και σταθμούς, αλλά και όλους όσοι εργάζονται στα λεγόμενα new media. Που - θεωρητικά τουλάχιστον - έχει σκοπό να αγωνίζεται για τη διασφάλιση της «πλήρους ενημέρωσης», όπως λέει το καταστατικό της, αλλά στην πραγματικότητα διασφαλίζει το σύστημα των αστικών ΜΜΕ, αποφεύγοντας έστω και στοιχειώδη παρέμβαση για το πρόβλημα και αποσιωπώντας πλήρως τη βασική ευθύνη που ανήκει στους ιδιοκτήτες - μεγάλο κεφάλαιο του Τύπου και των ΜΜΕ, αλλά και στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Και, ταυτόχρονα, καλύπτει όλο το αμαρτωλό «επικοινωνιακό» κύκλωμα (εταιρείες δημοσίων σχέσεων, γραφεία Τύπου, μυστικά κονδύλια, payroll και «παπαγαλάκια», αργομισθίες και κάθε λογής εξαρτήσεις) που συγχέεται με τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση.

Διαχρονικά οι πλειοψηφίες που συγκροτούν τη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ αποτέλεσαν και αποτελούν την ασπίδα και τον καλύτερο υπερασπιστή των αστικών ΜΜΕ (κρατικών και ιδιωτικών) και της «ενημέρωσης» που αυτά επιβάλλουν. Αυτός είναι ο κύριος ρόλος των δυνάμεων που στηρίζονται όχι μόνο από τα κόμματα που υπηρετούν το αστικό σύστημα, αλλά πρωτίστως από ιδιοκτήτες των αστικών ΜΜΕ. Και στους συσχετισμούς μεταξύ αυτών των δυνάμεων αντανακλώνται και επιμέρους συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών του Τύπου. Γι' αυτό δεν προκαλεί εντύπωση ότι στις πρώτες θέσεις ευθύνης του προέδρου και του γραμματέα, που λόγω και των προβλέψεων του καταστατικού της ΕΣΗΕΑ έχουν αυξημένες εξουσίες, καταλαμβάνουν διαδοχικά οι παρατάξεις της «Συσπείρωσης» (ΣΥΡΙΖΑ) και «Δημοσιογράφοι» (ΝΔ). Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι η συγκρότηση του προεδρείου ουσιαστικά έγινε όταν συμφώνησαν οι δύο αυτές παρατάξεις, συμφωνία που αποκαλύφθηκε όταν μαζί στήριξαν τον Π. Σόμπολο για να γίνει αντιπρόεδρος στο ΕΤΑΠ ΜΜΕ και εκπρόσωπο της «Συσπείρωσης» (Στ. Νικολόπουλος) για μέλος της διοίκησης. Ετσι εξηγείται επίσης ότι με τις ψήφους των εκπροσώπων της ΕΠΗΕΑ που εκλέχτηκαν από την προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ παράταξη ο Π. Σόμπολος εκλέχτηκε πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ. «Μάτι βγάζει» η ανακοίνωση της «Συσπείρωσης», που αμέσως μετά έσπευσε να δηλώσει «είμαστε πρόθυμοι για ενότητα» και ταυτόχρονα ότι «θα παρατηρούμε προσεκτικά και θα ελέγχουμε συστηματικά κάθε πρωτοβουλία ή και αδράνεια».

Πρόκειται για τις δύο παρατάξεις που εκφράζουν το νέο δικομματισμό στο χώρο της ΕΣΗΕΑ. Στηρίγματά τους και συμμάχους στην επιβολή της «εντός των ορίων» του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού γενικής γραμμής πλεύσης της ΕΣΗΕΑ έχουν:

  • Την «ΚΕΔ» που με άκρατη διαλυτική τακτική και ανοιχτή υπονόμευση των όποιων αγώνων (δεν υπάρχει απεργία που να μην την έχει χαρακτηρίσει «τυφλή» και «χάσιμο μεροκάματων») «επενδύει» εκλογικά σε όσους επιζητούν ικανούς «εργολάβους επίλυσης προβλημάτων».
  • Την «Πρωτοβουλία για την Ανατροπή» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), που πλειοδοτεί σε «αγωνιστικότητα» αλλά περιορίζει την αντιπαράθεση μόνο στη μορφή του αγώνα και συμπλέει με τη «Συσπείρωση» για να μένει εκτός συζήτησης το περιεχόμενο του αγώνα, η κατεύθυνση και η στρατηγική του. Παρόμοια στάση κρατά και η παράταξη «Μαχόμενοι Δημοσιογράφοι». Σε ευθεία αντιπαράθεση με την ταξική γραμμή στο συνδικαλιστικό κίνημα, τάχα «κόπτονται» για τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά δε λένε ούτε λέξη για τις πραγματικές αιτίες που τα προκαλούν, επιχειρώντας έτσι να κρύψουν ότι αποδέχονται και θεωρούν μονόδρομο συνολικά τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ό,τι απορρέει από αυτήν.

Η καπιταλιστική κρίση όξυνε στο έπακρο τα προβλήματα ανεργίας, επιβολής ευέλικτων σχέσεων εργασίας, εντατικοποίησης της εργασίας, αλλαγής των εργασιακών σχέσεων που ήδη είχαν αρχίσει να υπάρχουν και πριν από αυτήν. Η κρίση επιτάχυνε δραματικά τις εξελίξεις για το νέο μοντέλο που προωθούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες των ΜΜΕ για συγκέντρωση των Μέσων (εφημερίδων και σταθμών), που σημαίνει τη βίαιη εξώθηση μιας μεγάλης μερίδας εργαζομένων όχι απλά στην ανεργία, αλλά εκτός επαγγέλματος, αλλά και την πλήρη κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και την αντικατάστασή τους με ατομικές, με επόμενο στόχο την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και την πλήρη επιβολή του ΔΠΥ.

Με δυο λόγια, αυτή είναι η «κρίση στα ΜΜΕ», για την οποία όλες οι άλλες δυνάμεις και παρατάξεις μιλούν, αλλά αποφεύγουν να πουν την ουσία: Οι μισθωτοί δημοσιογράφοι βιώνουν καθημερινά ό,τι η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Ως εργαζόμενοι, υφίστανται τις συνέπειες από τη γενικότερη αντεργατική - αντιλαϊκή πολιτική. Τα προβλήματά τους έχουν τις ρίζες τους στην εξουσία και την πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου και των πολιτικών του εκφραστών. Στις σύγχρονες συνθήκες, ο αγώνας της πλειοψηφίας των δημοσιογράφων και των εργαζομένων στα ΜΜΕ, για τα μισθολογικά, εργασιακά και άλλα αιτήματά τους είναι άρρηκτα, πλέον, δεμένος με τον αγώνα όλης της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, οι δημοσιογράφοι, θύματα και οι ίδιοι της γενικότερης πολιτικής, καλούνται μέσα από τη δουλειά τους να την υπερασπίζονται και να την προβάλλουν. Τα εντεινόμενα προβλήματα των εργαζομένων στα ΜΜΕ είναι άρρηκτα δεμένα με το μεγάλο πρόβλημα της ουσιαστικής και ολόπλευρης ενημέρωσης, από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ στηρίζει την κυρίαρχη πολιτική.

Τα περί «περιούσιου κλάδου» και «συντεχνιακής λογικής» δεν πείθουν πλέον κανέναν. Κανένας κλάδος ή ομάδα εργαζομένων δεν μπορεί να ανακόψει την εξαθλίωση ζητώντας να εξαιρεθεί από τα γενικευμένα μέτρα, αφού η επίθεση έχει ενιαίο χαρακτήρα και σκοπό. Αντίθετα, οι διεκδικήσεις κάθε κλάδου, κάθε ομάδας εργαζομένων, τα αιτήματα των ανέργων, των συνταξιούχων, έχουν ελπίδα να φέρουν κάποια αποτελέσματα αν διεκδικούνται με κατάλληλα αιτήματα και θέσεις και ταυτόχρονα στηρίζουν τις κοινές πανελλαδικές κινητοποιήσεις. Η δυναμική ενός αγώνα καθορίζεται πρώτα απ' όλα από το διεκδικητικό του πλαίσιο, τον προσανατολισμό που έχει και δεν είναι απόδειξη αγωνιστικότητας οι ανέξοδοι λεονταρισμοί συνδικαλιστικών παρατάξεων. Κανένας αγώνας δεν μπορεί να πετύχει χωρίς την κινητοποίηση των ίδιων των εργαζομένων, χωρίς ενότητα και συσπείρωση. Και, βέβαια, χρειάζεται απάντηση στο μόνο υπαρκτό δίλημμα: Yποταγή στη στρατηγική του κεφαλαίου που οδηγεί σε παραπέρα φτώχεια και εξαθλίωση ή ρήξη, σύγκρουση με αυτήν και ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων για να σωθούν τα λαϊκά στρώματα και να χαράξουν το δικό τους δρόμο ανάπτυξης, που θα υπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες τους;

Ομως, η οργάνωση του αγώνα έχει εδώ και χρόνια αφεθεί σε εργοδοτικές - κυβερνητικές πλειοψηφίες στην ΕΣΗΕΑ (αλλά και στην ΠΟΕΣΥ). Η διετής θητεία τους στην ΕΣΗΕΑ επιβεβαίωσε τη θέση της «Δημοσιογραφικής Συνεργασίας» για τον αντιδραστικό και αρνητικό, για τα συμφέροντα των εργαζομένων, συσχετισμό δυνάμεων. Αποδείχτηκε η υποκριτική θέση περί δήθεν «πλειοψηφίας των αριστερών και δημοκρατικών δυνάμεων».

Η ανάγκη της αποφασιστικής αλλαγής του συσχετισμού δύναμης έχει γίνει περισσότερο επιτακτική και επείγουσα. Οπως και η αποφασιστική ενίσχυση των συλλογικών διαδικασιών, της συσπείρωσης και αλληλεγγύης των δημοσιογράφων, με βάση τα πραγματικά τους συμφέροντα ως εργαζομένων.